ψευδώνυμος

ψευδώνυμος
-η, -ο / ψευδώνυμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φέρει ή χρησιμοποιεί ψεύτικο όνομα ή αυτός που ονομάζεται εσφαλμένα από άλλους με όνομα το οποίο δεν τού ανήκει (α. «ψευδώνυμο νομοσχέδιο» β. «φιλόσοφος ψευδεπίγραφος καὶ ψευδώνυμος», Πλούτ.
γ. «ἥξεις δ' ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον», Αισχύλ)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ψευδώνυμο
πλαστό όνομα ή ονοματεπώνυμο που χρησιμοποιούν συνήθως οι καλλιτέχνες και συγγραφείς, αλλά και άλλες κατηγορίες ατόμων, αντί τού πραγματικού τους ονόματος.
επίρρ...
ψευδωνύμως ΝΜΑ
με ψεύτικο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ομ-ώνυμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψευδώνυμος — under a false name masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδωνύμως — ψευδώνυμος under a false name adverbial ψευδώνυμος under a false name masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδώνυμον — ψευδώνυμος under a false name masc/fem acc sg ψευδώνυμος under a false name neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδωνύμοις — ψευδώνυμος under a false name masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδωνύμου — ψευδώνυμος under a false name masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδωνύμους — ψευδώνυμος under a false name masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδωνύμων — ψευδώνυμος under a false name masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδωνύμῳ — ψευδώνυμος under a false name masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδώνυμα — ψευδώνυμος under a false name neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδώνυμοι — ψευδώνυμος under a false name masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”